φθινούσας

φθινούσας
φθῑνούσᾱς , φθίω
ks̥i-
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
φθῑνούσᾱς , φθίω
ks̥i-
pres part act fem gen sg (doric)
φθινούσᾱς , φθινάω
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
φθινούσᾱς , φθινάω
pres part act fem gen sg (epic doric ionic)
φθινούσᾱς , φθινέω
pres part act fem acc pl (attic epic doric)
φθινούσᾱς , φθινέω
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ — (Thomas Robert Malthus, Ντόρκιν, Σάρεϊ 1766 – Χεϊλιμπέρι, Χέρτφορντ 1834). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν ο δευτερότοκος γιος από τα οκτώ παιδιά του Ντάνιελ Μάλθους, ενός επαρχιακού ευγενούς. Σπούδασε στο Κολέγιο του Ιησού στο Πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Μαμαλαπούραμ ή Μαχαμπαλιπούραμ — (Mamallapuram, Mahabalipuram). Ιστορική κωμόπολη στο κράτος των Ταμίλ Νάντου της νοτιοανατολικής Ινδίας. Βρίσκεται περίπου 60 χλμ. N της πρωτεύουσας Τσέναι (πρώην Μαντράς), πάνω στην ακτή του κόλπου της Βεγγάλης. Στους Ευρωπαίους ήταν γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • Τιργκό, Άννα-Ρομπέρ Ζακ — (Turgot, 1727 – 1781). Γάλλος πολιτικός και οικονομολόγος. Ιεροκήρυκας αρχικά στη Σορβόνη, εγκατέλειψε σύντομα το λειτούργημά του αυτό και έγινε σύμβουλος του Παρλαμέντου του Παρισιού και στη συνέχεια εισηγητής των αναφορών (1753). Είχε στενούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”